Μόνη στο πάρκο
απλανή βλέμματα στα παγκάκια,
άσπρα χέρια, άσπρα μάτια,
άσπρη ζωή, μαύρη ζωή.
Ομορφιά κι ασχήμια μαζί.
Νιάτα στον εμφύλιο των στατιστικών
κι ο θεριστής να χορεύει
στο άσπρο χαλί.
Πάρκο ζωής, πάρκο θανάτου.
Μια χαμένη ελπίδα,
ένα ξανακύλισμα.
Και να, το αυτοκίνητο έφτασε
από κάθε γειτονιά
σέρνονται, τρέμουν, τρέχουν·
είναι γι’ αυτούς,
για ‘κείνη.
Τα βλέμματα γεμίσαν ζωή·
η ελπίδα πεθαίνει τα όνειρα φεύγουν, ταξιδεύουν.
Μια μουσική ηχεί γύρω τους,
μελωδία συνοδεύει το ταξίδι κι εκείνης·
συγχορδίες μιας μπαλάντας πένθιμης που κανείς δεν ακούει·
ούτε κι εκείνη.
Τα μεγάλα πράσινα μάτια
απλανή στο δρόμο·
το γλυκό της χαμόγελο σφιχτό·
χάσκει το φιλήδονο κορμί της·
σπασμένο στέκει
στη γωνιά του δρόμου,
μα και τούτο το ταξίδι είναι βουβό.
Οι κανίβαλοι όμως βρήκαν κάτι για να γιορτάσουν το μίσος τους·
δείχνουν, γελούν, φωτογραφίζουν.
Και ο χορός των κανιβάλων στήνεται
γύρω από το καζάνι της ελπίδας που αργοπεθαίνει
Τι κι αν εκείνη γελά!
Οι κανίβαλοι γλεντούν· έχουν θέμα να γιορτάσουν.
Ένα ροκ ρέκβιεμ συνοδεύει το χορό τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου