Σκυμμένος
παραμιλούσε για το καθαρτήριο των δαιμόνων,
τις
πυρές προκαλούσε των μαγισσών
το
δρόμο του να φωτίσουν.
Ρυτιδιασμένο
χέρι άπλωνε στα κλειστά τζάμια των φαναριών
αποσκελετωμένος
εκείνος, νωθροί εκείνοι
αργοκίνητος
αυτός, αποχαυνωμένοι ’κείνοι
ανήμπορος
ετούτος, δακρυσμένοι οι άλλοι
με
μόνη ζωντανή την ελπίδα μη βρεθούν δίπλα του.
Λύκοι
το κοπάδι ξεκλήρισαν,
(μακάρι
να έλεγε ψέμα ο βοσκός
και ας
μην του ξανακάκιωναν)
αίματα
το βιος τους,
άνυδρη
η καθημερινή σοδιά,
σα παρηγοριά
το ροζιασμένο χέρι
θυμίζει
τα χειρότερα, ελπίδες ταΐζει.
Την
άνοιξη ελπίζουν να δουν,
μα χελιδόνια
ακόμα να φανούν
κι ο
κούκος σιωπά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου