Μια μπουκιά ουρανό ήθελαν,
μια στάλα δροσιάς ν’
αγκαλιάσουν.
Μ’ ονείρατα στόλιζαν τον
ουρανό,
εξόριζαν βροχή μαύρη με
χέρια γυμνά,
μελανιές σκάλιζε το χαλάζι
στο σώμα.
Ο γύψος βάραινε τον ουρανό,
βούλιαζε τα όνειρα.
Και θέλησαν να αγγίξουν τον
ουρανό.
Τον Άτλαντα έβαλαν στόχο ν’
αντικαταστήσουν,
να μοιραστούν ευθύνες κωφών
και τυφλών
(όσων έκλειναν αυτιά και
μάτια,
όσων παρακολουθούσαν).
Τα όνειρά τους στον ουρανό
ζωγράφισαν.
Στερέωσαν ένα γαλάζιο
κομμάτι στο νεκρό κορμί.
Τους Άτλαντες καλώ
να συμπαρασταθούν στο νέο
κατακλυσμό.
Με το αίμα τους κιβωτό
Ελπίδας θα βάψω
να ταξιδέψουμε αντάμα,
το στεφάνι τους το δρόμο να
φωτίζει>
Τη μνήμη τους κάνω σκάλα,
τον ουρανό να αγγίξω κι εγώ.
____________________________
Η
ποίηση εκτός των άλλων δεν μπορεί να κλείνεται μόνο στην έμπνευση της στιγμής και μία
μερική σχηματοποίηση. Οφείλει να παιδεύει το παλιό υλικό, να το εξετάζει
εκ νέου, να το επεξεργάζεται... Το ποίημα αυτό είχε πρωτοδημοσιευτεί στο μητρικό ιστολόγιο με άλλη μορφή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου