τρομάζω
στην όψη τους,
απορώ
με την ατάραχη φύση τους,
ήρεμοι
έρχονται μπρος
να
αγκαλιάσουν.
Στύβοντας
τις λέξεις
βγαίνουν
συναισθήματα,
ήχοι
που κροταλίζουν σκέψεις,
κύμβαλα
που θρυμματίζουν
τη
σιωπή των νεκρών,
χρώματα
θαμπά στα χνώτα
των
χαμένων θολώνουν το χώρο.
Στις
γειτονιές του τρόμου,
στα
πλακόστρωτα σοκάκια
της
ξενιτιάς νεκροί
σιγομουρμουρίζουν
την αντάρα
που
τους μαστιγώνει (,)
μες
στα αργά της νυχτιάς
μαύρες
πανοπλίες κυκλώνουν,
τη
γη πυκνώνουν
στο
σκοτάδι δίχως σπίθα φωτός.
σκιές
ενός παρελθόντος
που
ζωντανεύουν τους νεκρούς.
Στη
νοσταλγία της σιωπής ταξιδεύουν,
δεμένα
καράβια στο λιμάνι
της
οργής οι κάβοι κρατούν
ακόμα
γερά τον πόνο της ζωής,
της
ακινησίας θολωμένα νερά
σάρκες
θυσιασμένες μυρίζουν
σε
έναν πόλεμο που ήταν δικός τους (,)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου