Μια μπουκιά ουρανό ήθελαν κι αυτοί να γευτούν,
μια στάλα θέλησαν να τους δροσίσει,
ένα γαλάζιο κομμάτι να κρατήσουν στην αγκαλιά τους.
Απ' τον ουρανό κέρδιζαν δύναμη για τα ονείρατά τους,
μα τα σύννεφα λέρωναν με μαύρη βροχή τα χέρια τους,
και το χαλάζι σκάλιζε μελανιές στο σώμα τους
Ο γύψος βάραινε τον ουρανό, βούλιαζε τα όνειρά τους.
Η μαυρίλα σκέπαζε την ελευθερία τους, έπνιγε την ελευθερία τους.
Και εκείνοι είδαν στο κόκκινο τη λάμψη του ουρανού,
δέχτηκαν με κόκκινο στολίδι στο κορμί τους να τον σηκώσουν στους ώμους τους.
Και θέλησαν να αγγίξουν τον ουρανό,
να τον νιώσουν, να τον ζήσουν, να τον μοιράσουν.
Προσπάθησαν τον Άτλαντα να αλλάξουν,
εκείνοι να μοιραστούν τις υποχρεώσεις του κόσμου,
τις ευθύνες εκείνων που κώφευαν, αυτών που έκλειναν τα μάτια.
Ζήτησαν το αδιανόητο, έκραξαν το ακατόρθωτο, κορόιδεψαν τους ανίκητους
και πόνεσαν στη βροχή, μάτωσαν στο χαλάζι, χάθηκαν στη σκοτεινιά.
Τα όνειρά μου πια στον ουρανό ζωγραφίζω.
Αγγίζω το γαλάζιο κομμάτι που εκείνοι ζήτησαν να στερεώσουν
στο νεκρό κορμί τους, στους άψυχους ώμους να σηκώσουν.
Δοξάζω τους νέους Άτλαντες και τους καλώ
να συμπαρασταθούν στο νέο κατακλυσμό.
Με το αίμα τους θα βάψω νέα κιβωτό, με τη μνήμη τους θα κάνω σκάλα,
με το στεφάνι τους θα καλέσω κι άλλους
στην κιβωτό της Ελευθερίας τον ουρανό της Ελπίδας να ατενίζουμε,
στον ουρανό της Δημοκρατίας να ελπίζουμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου