Οδεύοντας προς τη λήξη του Έτους Καβάφη, tovivlio.net αποφάσισε
να κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στο μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή. Ένα αφιέρωμα
όχι ποιητικό, αλλά κριτικό από φιλολογική οπτική, με φιλολογικές αναλύσεις
ενδεικτικά σε ορισμένα γνωστά του ποιήματα και άλλα πιο άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Η Αλεξάνδρεια, οπού έζησε μόνιμα τα ώριμα χρόνια του, τα χρόνια της δημιουργικής του δράσης, η πόλη με τις αναμνήσεις του πλούσιου ελληνιστικού παρελθόντος, ήταν, από τα μέσα περίπου του ΙΘ΄ αιώνα, η έδρα μιας σημαντικής και ακμαίας εμπορικής ελληνικής παροικίας. Δεν ανήκει σε κάποια Σχολή (χρονολογικά ή ως τάση).
Η Αλεξάνδρεια, οπού έζησε μόνιμα τα ώριμα χρόνια του, τα χρόνια της δημιουργικής του δράσης, η πόλη με τις αναμνήσεις του πλούσιου ελληνιστικού παρελθόντος, ήταν, από τα μέσα περίπου του ΙΘ΄ αιώνα, η έδρα μιας σημαντικής και ακμαίας εμπορικής ελληνικής παροικίας. Δεν ανήκει σε κάποια Σχολή (χρονολογικά ή ως τάση).
Η
συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά
επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται
με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και
οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις.
Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του Καβάφη. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως «ενιαίο καβαφικό κύκλο», αλλά σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, στον αμέσως επόμενο στίχο, η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν την καβαφική ποίηση πρωτεϊκή. Δημιουργεί το περιθώριο της Αθηναϊκής Σχολής του 1880 στην οποία δεσπόζει ο Παλαμάς και επηρεάζει δυναστικά την ποίηση και την πνευματική ζωή-και ως πρόδρομος της μεσογενιάς του 1920 επηρεάζοντας δραματικά της μετέπειτα μεγάλη Γενιά του 1930.
Οι
πρώτες δημοσιεύσεις του ποιητή αρχίζουν το 1886, τη χρονιά της πρώτης συλλογής
του Παλαμά, σε καθαρεύουσα ρομαντικά στη σύλληψή τους, τα ποιήματα αυτά δε
φαίνονται καθόλου επηρεασμένα από την αλλαγή του 1880 και, με τον απελπισμό
τους και τον φανερό τους εγκεφαλισμό, σαν να εξακολουθούν τη γραμμή του Δ.
Παπαρρηγόπουλου, με φανερές ακόμα τις επιδράσεις από τον Hugo και τον Musset.
Αλλά το 1891 κιόλας εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο ένα ποίημα («Κτίσται») που
προοιωνίζει την κατοπινή εξέλιξη, και το 1896 γράφει τα «Τείχη», ποίημα πια
απόλυτα «καβαφικό».
Ο
Καβάφης θα αποκηρύξει σχεδόν όλα αυτά τα έργα μιας ολόκληρης δεκαετίας και δε
θα τα ενσωματώσει στην έκδοση των έργων του. Τέτοιες «εκκαθαρίσεις» θα κάνει κι
άλλες πολλές ακόμα και στην ώριμη περίοδο του γράφει ποιήματα, που για τον ένα
ή τον άλλο λόγο δεν τα «εκδίδει». Το «corpus» των «αναγνωρισμένων»ποιημάτων του
είναι συνολικά 154 πρώτο χρονολογικά τα «Τείχη» του 1896,τελευταίο το «Εις τα
περίχωρα της Αντιοχείας» του 1933, της χρονιάς του θανάτου του. Και τα ποιήματα
είναι όλα σύντομα• σπανία εκτείνονται, και σε δεύτερη σελίδα μόνο ένα φτάνει ως
την τρίτη.
Η
ιδιοτυπία του Καβάφη εκδηλώνεται και στον τρόπο με τον οποίο κυκλοφορούσε τα
ποιήματά του, σε μικρά φυλλάδια. Το 1904 σ' ένα μικρό τεύχος διαλέγει και
τυπώνει δεκατέσσερα, και το 1910 τα ξαναεκδίδει, προσθέτοντας άλλα εφτά τα
τεύχη αυτά, τυπωμένα σε 100 έως 200 το πολύ αντίτυπα, κυκλοφορούν ιδιωτικά. Από
το 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, που τα συναπαρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ'
έναν μετάλλινο συνδετήρα) σε συλλογές -άλλες με κατάταξη απλά χρονολογική,
άλλες με κάποια θεματική. Πολλές φόρες διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή
ξαναδιατυπώνει διορθωμένο το ποίημα και αντικαθιστά το παλαιότερο. Μια αδιάκοπη
επαφή και ένας εσώτατος δεσμός του δημιουργού με το έργο του.
Φαίνεται
πως ο ίδιος ο Καβάφης έβλεπε τα ποιήματά του να ανήκουν σε τρεις διαφορετικές
κατηγορίες (ή «περιοχές»): στα φιλοσοφικά,
τα ιστορικά,
και τα ηδονικά (ή
αισθησιακά). Και πραγματικά η διαίρεση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα,
με την επιφύλαξη πως αναφέρεται
στην ποιητική έκφραση και όχι στο σημασιολογικό περιεχόμενο.
Γιατί από την άλλη μεριά δεν υπάρχει αμφιβολία (και το είπε και ο ίδιος) πως ο
καβαφικός κόσμος είναι ενιαίος και πως ένα ποίημα με το να είναι, στην
εξωτερική του μορφή «ιστορικό», δε σημαίνει πώς δεν είναι «φιλοσοφικό» ή
«αισθησιακό», ή το αντίστροφο.
Η νεώτερη κριτική, χωρίς να αρνείται τον ιδιότυπο ερωτισμό ως ένα
βασικό συστατικό της ποίησης του, λυτρώθηκε από την επίμονη προσήλωση στο
στοιχείο αυτό και μόνο και επισήμανε αλλά στοιχεία, εξίσου βασικά, της ποίησής
του, τη δραματικότητα, τον «διδακτισμό» (Ε. Π. Παπανούτσος), τη σχέση των
ποιημάτων με τα ιστορικά περιστατικά της Αιγύπτου και της εκεί ελληνικής
παροικίας (Στ. Τσίρκας) χωρίς ν’ αποφύγει και πάλι πολλές φορές την υπερβολή
και τη μονομέρεια. Ο κόσμος του Καβάφη είναι πολυμερής, το έργο του «πολυεδρικό
και πρισματικά πολύπλευρο», έτσι πού η προσπάθεια να συλλάβεις το νόημα του από
μια μονάχα οπτική γωνία, είναι καταδικασμένη από τα πριν σε αποτυχία.
Δεν υπάρχει ίσως άλλος ποιητής που να εξέφρασε τόσο έγκυρα τον ποιητικό του κόσμο με την επίμονη αυτή αναδρομή στην ιστορία. Τον «διδακτισμό», αν θέλουμε να τον ονομάσουμε έτσι, ή τη «φιλοσοφία» του ή τον «ηδονισμό» του τα ξαναβρίσκουμε απαράλλαχτα και στα «ιστορικά» του ποιήματα αποτελούν κι αυτά έναν τρόπο για την έκφρασή του. Το ιστορικό παρελθόν τον βοήθα όμως να πετύχει, μέσα από την απόκρυψη, συνηθισμένη στην ποιητική του, την πιο καίρια έκφραση• κάτω από τη συσκότιση ή το προσωπείο της ιστορίας η φωνή τουλάχιστο για τους μυημένους γίνεται εναργέστερη. Πέρα όμως από τη βασική αυτή διαπίστωση, η γοητεία του ιστορικού παρελθόντος, μαγικά ξαναζωντανεμένου από τον ποιητή, έρχεται να προστεθεί στην υποβλητική γοητεία της ποίησης.
Μια
τέτοια ποίηση, τόσο διαφορετική από ό,τι ήταν ως τότε γνωστό και καθιερωμένο,
επόμενο είναι να χρησιμοποιήσει και τρόπους εκφραστικούς ολότελα καινούριους.
Η
γλώσσα του Καβάφη είναι τελείως ιδιότυπη με την αθηναϊκή
καθιερωμένη «ποιητική» δημοτική (του Παλαμά π.χ.) δεν έχει καμιά σχέση, αλλά και
παρ’ όλη τη συχνή χρήση τύπων της καθαρεύουσας, βρίσκεται μακριά και από την
τυπική καθαρεύουσα, παλαιότερη ή νεότερη. Οι άκρατοι δημοτικιστές δεν του
συγχώρησαν ποτέ τη μη προσαρμογή του, αλλά και οι καθαρευουσιάνοι δύσκολα θα
τον δέχονταν. Βασικά η γλώσσα είναι ζωντανή,«δημοτική», οι εκτροπές προς την
καθαρεύουσα είναι ίσως ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, η
δημοτικιστική όμως βάση δίνει θερμότητα και γνησιότητα στο λόγο, ενώ οι
πολιτικοί ιδιωματισμοί (επίμονα και αυτάρεσκα κρατημένοι) δηλώνουν την ακριβή
παρουσία του ανθρώπου. Και ο στίχος, σαν τη γλώσσα, καλλιεργεί τα πεζολογικά,
αντιποιητικά στοιχεία, και θέλει να έχει τη βαρύτητα της ρεαλιστικής
διαπίστωσης.
Η ομοιοκαταληξία, σε
όποια ποιήματα του Καβάφη υπάρχει, δεν προσθέτει τίποτε το ποιητικό. Όπως λέει
χαρακτηριστικά ο Τέλλος Άγρας«σατανικότερος εμπαιγμός της ομοιοκαταληξίας δεν
έχει ξαναγίνει. Σάτιρα αληθινά αριστοκρατική».
Το μέτρο είναι
πάντοτε ο ίαμβος (το πιο κοντά στον πεζό λόγο), αρκετά χαλαρός, ο στίχος
ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών πολλές φορές (στα παλαιότερα ποιήματα
περισσότερο) φανερώνεται και η ομοιοκαταληξία, που ηχεί και σαν παιγνίδι η σαν
ειρωνεία• κάποτε ο στίχος κόβεται διαλύεται καλύτερα στα δυο («Τέμεθος
Αντιοχεύς») σαν να μην έχει τη δύναμη να ολοκληρωθεί. Αλλά είναι κι αυτό ένα
μέσο της ποιητικής.
Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λειτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την «τέχνη της ποιήσεως», ακόμα και η τυπογραφική εμφάνιση. Το καθετί τεχνουργημένο με κομψότητα και καλαισθησία.
Η
ποίηση του Καβάφη δε βρήκε αμέσως την απήχησή της. Με καταπληκτική διαίσθηση
πρώτος την επισήμανε πολύ νωρίς ο Γρηγόρης Ξενόπουλος με ένα άρθρο του το 1903.
Αλλά η Αθήνα γενικά τον αγνοεί και τον αποστέργει. Σημαντικός σταθμός είναι το
1919 το άρθρο του Ε. Μ. Forster στο Athenaeum, ο οποίος στον Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια και γνώρισε προσωπικά τον ποιητή• ο ίδιος
φρόντισε να μεταφραστούν και ποιήματα του στα αγγλικά.
Μετά
το 1920 ανακαλύπτουν τον Καβάφη οι νέοι της γενιάς εκείνης ο Τέλλος Άγρας κάνει
μια διάλεξη γι' αυτόν το 1921, το ίδιο και ο Άλκης Θρύλος το 1924. Τα τελευταία
δέκα χρόνια της ζωής του η ποίηση του διαβάζεται, μελετιέται και σχολιάζεται
χωρίς να λείπει, φυσικά, και η αρνητική κριτική. Από το 1930 η επίδραση του στη
νέα γενιά γίνεται ισχυρότατη και παράλληλα πολλαπλασιάζονται οι κριτικές
μελέτες και τα βιβλία για το έργο του, όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από
ξένους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου