Έμαθε την οδύσσεια...
Πάλεψε με Κύκλωπας, συνάντησε Λαιστρυγόνας,
διέσχισε τις Συμπληγάδες, πολέμησε τον άγριο Κύκλωπα.
Γνώριζε το ταξίδι για την Ιθάκη. Πόνεσε,
πάλεψε, κινδύνευσε.
Αλλά συνέχισε.
Θυμόταν
τις απειλές, τις βόμβες, το χαμό των δικών.
Η απόφαση έπρεπε να ληφθεί. Έφυγε.
- Μακριά, μακριά για να ζήσω.
Να ζήσω, έλεγε, και έζησε. Στο παγκάκι,
δίπλα στον πράσινο κάδο για το φαΐ
Να ζήσω, έλεγε, και έζησε. Αφανής,
οιονεί νεκρός
μέχρι να τον δουν και να αγανακτήσουν
οι ζωντανοί, να φωνάξουν.
Ξέπεσε στη χώρα των κανιβάλων. Εκεί
πολλοί κανίβαλοι έφυγαν μακριά,
φοβήθηκαν παλιά κι εκείνοι το χαμό,
τη φυλακή, τον πόνο.
Οι κανίβαλοι τρώνε τις σάρκες
όποιου διαφωνεί, όποιου διαφέρει.
Έφυγαν πολλοί. Γύρισαν χρόνια μετά.
Γύρισαν κι έγιναν κι εκείνοι κανίβαλοι.
Σήμερα τρώνε τις σάρκες όποιου διαφέρει.
Οι κανίβαλοι ωσάν αρπακτικά πεινασμένα αναζητούν
το Άλλο. Αποκτούν τις θεϊκές δυνάμεις του Μίσους,
κεντούν τις χαρές του Ξένου, πλέκουν
πάνω στη διαφορετικότητα του Οδυσσέα τούτου...
Οι κανίβαλοι ξεχνούν την Ιθάκη τους,
σάρκες τρώνε μόνο
για τις δυνάμεις τις θεϊκές του Μίσους.
Το κύμα τον έσυρε στη χώρα των Κανιβάλων,
εκεί τον έριξε η ζωή
κυνηγημένο.
Η Ιθάκη τον ξεγέλασε.
Πάλεψε με Κύκλωπας, συνάντησε Λαιστρυγόνας,
διέσχισε τις Συμπληγάδες, πολέμησε τον άγριο Κύκλωπα.
Γνώριζε το ταξίδι για την Ιθάκη. Πόνεσε,
πάλεψε, κινδύνευσε.
Αλλά συνέχισε.
Θυμόταν
τις απειλές, τις βόμβες, το χαμό των δικών.
Η απόφαση έπρεπε να ληφθεί. Έφυγε.
- Μακριά, μακριά για να ζήσω.
Να ζήσω, έλεγε, και έζησε. Στο παγκάκι,
δίπλα στον πράσινο κάδο για το φαΐ
Να ζήσω, έλεγε, και έζησε. Αφανής,
οιονεί νεκρός
μέχρι να τον δουν και να αγανακτήσουν
οι ζωντανοί, να φωνάξουν.
Ξέπεσε στη χώρα των κανιβάλων. Εκεί
πολλοί κανίβαλοι έφυγαν μακριά,
φοβήθηκαν παλιά κι εκείνοι το χαμό,
τη φυλακή, τον πόνο.
Οι κανίβαλοι τρώνε τις σάρκες
όποιου διαφωνεί, όποιου διαφέρει.
Έφυγαν πολλοί. Γύρισαν χρόνια μετά.
Γύρισαν κι έγιναν κι εκείνοι κανίβαλοι.
Σήμερα τρώνε τις σάρκες όποιου διαφέρει.
Οι κανίβαλοι ωσάν αρπακτικά πεινασμένα αναζητούν
το Άλλο. Αποκτούν τις θεϊκές δυνάμεις του Μίσους,
κεντούν τις χαρές του Ξένου, πλέκουν
πάνω στη διαφορετικότητα του Οδυσσέα τούτου...
Οι κανίβαλοι ξεχνούν την Ιθάκη τους,
σάρκες τρώνε μόνο
για τις δυνάμεις τις θεϊκές του Μίσους.
Το κύμα τον έσυρε στη χώρα των Κανιβάλων,
εκεί τον έριξε η ζωή
κυνηγημένο.
Η Ιθάκη τον ξεγέλασε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου