Ατενίζοντας το δρόμο
σμίγω τα μάτια για να φέρω
πιο κοντά το θολό ορίζοντα, μα αυτός απομακρύνεται.
Το ταξίδι συνεχίζεται, ο δρόμος δε σταματά.
Απλώνεται στης γης το σώμα σαν τα ίσαλα στο καράβι των ονείρων μου.
Όνειρα σαν οπτασίες απατηλά
που κλειδώθηκαν στη φυλακή του μίσους.
Οι κανίβαλοι μισούν τα ταξίδια,
εξανδραποδίζουν τα όνειρα, τις σκέψεις, τις ιδέες.
Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς, ο ορίζοντας θολώνει πάλι.
Μα το όνειρο συνεχίζεται, προχωρά με βίαιο ρυθμό.
Οι νευρώνες αντιδρούν στη θέα της φυλής των κανιβάλων,
ο δρόμος με διώχνει μακριά τους, αλλά με φέρνει σε άλλη φυλή.
Η γη μοιάζει να γέμισε κανίβαλους. Κανείς δε ρωτά για το ταξίδι πια,
κανείς δεν αναρωτιέται για το δρόμο, μόνο να μη φύγω, γιατί
το ταξίδι γεννά σκέψεις,
αμφιβολίες για τις τελετές,
αμφισβήτηση για το κρέας που χαλούν.
Ο δρόμος ακόμα συνεχίζεται.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου